- ἀγρότις
- ἀγρότῑς , ἀγρότηςcountrymanfem acc pl (epic doric ionic aeolic)ἀγρότηςcountrymanfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θηρότις — θηρότις, ἡ (Α) θηρεύτρια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θήρα, επίθ. κατά το αγρότις] … Dictionary of Greek
φιλαγρότις — ιδος, ἡ, Α φιλαγρέτις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀγρότις, θηλ. τού ἀγρότης (ΙΙ) «κυνηγός» (< ἄγρα)] … Dictionary of Greek